- καλογεννώ
- καλογεννώ και καλογεννάω καλογέννησα, γεννώ εύκολα: Καλογέννησε η γυναίκα μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλογεννώ — άω 1. γεννώ εύκολα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλογεννημένος, η, ο α) ο γεννημένος με αίσιους οιωνούς β) αυτός που κατάγεται από καλή οικογένεια … Dictionary of Greek
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλογέννητος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα 2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη αυτή που γέννησε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος*] … Dictionary of Greek
καλογεννημένος — η, ο βλ. καλογεννώ … Dictionary of Greek
καλόγεννος — η, ο (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννά εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Βλ. και καλογέννητος] … Dictionary of Greek